στείρωση

στείρωση
[стироси] ουσ. Θ. стерилизация.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στείρωση" в других словарях:

  • στείρωση — η 1. στειρότητα. 2. επέμβαση για την επίτευξη στειρότητας: Μετά τη δεύτερη καισαρική τομή οι γιατροί της έκαναν στείρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • ραδιοστείρωση — η, Ν βιολ. τεχνική καταπολέμησης ενός είδους βλαβερών εντόμων με στείρωση, πριν από τη σύζευξή τους με τα θηλυκά, μεγάλου ποσοστού αρσενικών ατόμων με ραδιενεργό ακτινοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ.,… …   Dictionary of Greek

  • στειρωτικός — ή, ό / στειρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στεφῶ, ώνω] αυτός που αναφέρεται στην στείρωση ή που προκαλεί στείρωση …   Dictionary of Greek

  • αγονία — η (Α ἀγονία) [ἄγονος] 1. ανικανότητα αναπαραγωγής, στείρωση, ασπερμία, ατοκία 2. έλλειψη ευφορίας, ακαρπία …   Dictionary of Greek

  • ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… …   Dictionary of Greek

  • αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α …   Dictionary of Greek

  • ατέκνωσις — ἀτέκνωσις, η (Α) η στείρωση …   Dictionary of Greek

  • ατόκιο — Φάρμακο που προκαλεί στείρωση στη γυναίκα. Εισάγεται και παραμένει στον κόλπο της μήτρας, παρεμποδίζοντας τη γονιμοποίηση, είτε με την καταστροφή του σπέρματος πριν έλθει σε επαφή με το ωάριο, είτε με αλλοίωση του ωαρίου. * * * το (Α ἀτόκιον) βλ …   Dictionary of Greek

  • ατόκιος — ἀτόκιος, ία, ον (Α) [ατοκία] αυτός που προκαλεί ατοκία, στειρότητα (το ουδ. και νεοελλ.) ατόκιο, το (Α ἀτόκιον) φάρμακο που προκαλεί ατοκία, στείρωση σκόνη ή αλοιφή που εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και επιφέρει διακοπή της κύησης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»